κρυφίως

κρυφίως
κρύφιος
hidden
adverbial
κρύφιος
hidden
masc acc pl (doric)
κρύφιος
hidden
adverbial
κρύφιος
hidden
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρυφίως — (AM κρυφίως) βλ. κρύφιος …   Dictionary of Greek

  • κρύφιος — α, ο (AM κρύφιος, ον, θηλ. και κρυφία) 1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ ὀαρισμούς», Ησίοδ.) 2. απόρρητος, απόκρυφος μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • ԳԱՂՏՆԻ — (նւոյ, նեաց.) NBH 1 0525 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c ա. ἁπόκρυφος, κρυπτός, κρυφίος, κρυφαῖος Occultus, secretus, absconditus, latens, reconditus Ծածուկ. թաքուն. ղօղեալ. անյայտ. կիզլէ, սագլը, սըր, գալ. *Ցուցին… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԹԱՔՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0803 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 11c, 12c ԹԱՔՆԱԲԱՐ ԹԱԳՆԱԲԱՐ. κρυφίως, κρυφαίως, κρυφῇ occulte Իբրեւ թաքուն. գաղտնի օրինակաւ. ծածկապէս. ʼի ծածուկ. լռելեայն. ծածուկ, գողտուկ. ... *Որպէս թաքնաբար յամենեսեան թափանցեալ. Դիոն.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”